- παρακινούμενος
- παρακινέωmove asidepres part mp masc nom sg (attic epic doric)παρακῑνούμενος , παρακινέωmove asidepres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Κρόνιν, Τζέιμς — (James Cronin, Σικάγο 1931 –). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από τη φυσικομαθηματική σχολή του πανεπιστημίου των Μεθοδιστών του Νότου το 1951. Το ίδιο έτος ξεκίνησε μεταπτυχιακά στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, με καθηγητές τους… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Δέκιος — (Decius). Επώνυμο ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Πόπλιος Δ. Μυς (Publius Decius Mus, 4ος αι. π.Χ.). Έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Λατίνων και των Σαμνιτών το 343 π.Χ. και έσωσε τον στρατό του ύπατου Αρβίνα, που είχε κυκλωθεί… … Dictionary of Greek
Ζαντκίν, Οσίπ — (Ossip Zadkine, Σμολένσκ 1890 – 1967). Ρώσος γλύπτης. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1909, έπειτα από διαμονή τριών χρόνων στην Αγγλία. Υπήρξε θαυμαστής και μελετητής των έργων του Ροντέν. Το 1921, παρακινούμενος από τη νεωτεριστική ποιητική του… … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Ακτήμων — (John Lackland, Οξφόρδη 1167 – Νιούαρκ 1216).Βασιλιάς της Αγγλίας (1199 1216). Τελευταίος γιος του Ερρίκου B’ και της Ελεονόρας της Ακουιτανίας, δεν πήρε μερίδιο κατά τη διανομή των πατρικών κτήσεων· σε αυτό οφείλεται και η προσωνυμία του. Αν και … Dictionary of Greek
Μαλασπίνα, Αλεσάντρο — (Alessandro Malaspina, Μουλάτσο, Λουνιγκιάνα 754 – Ποντρεμόλι, 1810). Ιταλός θαλασσοπόρος και εξερευνητής. Ήταν ο τρίτος γιος του μαρκησίου Κάρλο Μορέλο και της Καταρίνα Μελιλούπι, κόρης του πρίγκιπα της Σοράγια. Το δουκάτο της Πάρμας, όπου… … Dictionary of Greek